βάσιμος

βάσιμος
η , ο [ος , ον ]
1) обоснованный, основательный; веский;

βάσιμη απαίτηση — обоснованное требование;

2) надёжный, достоверный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βάσιμος" в других словарях:

  • βάσιμος — passable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσιμος — η, ο επίρρ. βάσιμα ασφαλής, βέβαιος, θετικός: Η καταγγελία μου στηρίχθηκε σε βάσιμες υποψίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάσιμον — βάσιμος passable masc/fem acc sg βάσιμος passable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιμωτάτοις — βάσιμος passable masc/neut dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιμώτατος — βάσιμος passable masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασίμοις — βάσιμος passable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασίμους — βάσιμος passable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασίμων — βάσιμος passable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσιμα — βάσιμος passable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσιμοι — βάσιμος passable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβάσιμος — η, ο [βάσιμος] ο μη βάσιμος, αυτός που δεν έχει σταθερή βάση, αστήρικτος, αβέβαιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»